- γνόφος
- γνόφος (AM) (Α και δνόφος)1. σκοτεινιά2. πληθ. οἱ γνόφοισύννεφα καταιγίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνόφος είναι μτγν. τ. τού δνόφος*, με φωνητική εξέλιξη του δν- σε γν-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνόφος — darkness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνόφοι — γνόφος darkness masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνόφον — γνόφος darkness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνόφου — γνόφος darkness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνόφους — γνόφος darkness masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνόφων — γνόφος darkness masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνόφῳ — γνόφος darkness masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… … Dictionary of Greek
«АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром … Православная энциклопедия
знобить — зноблю, диал. зноб м., знобь ж. озноб , укр. знобити, блр. знабiць, болг. зноба определенная болезнь (Младенов 194), чеш. znobiti, oznoba обморожение . К зябнуть (*zębnǫti); см. Мi. ЕW 401; Преобр. I, 254. Сравнение с греч. γνόφος, δνόφος… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера